Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

η μονή Βωσάκου (θέση και ετυμολογία)

Η μονή Βωσάκου
(τον Σταυρωμένον κραζόμενον Βώσακος)
η θέση της μονής

Η μονή Βωσάκου βρίσκεται ανάμεσα στις κορφές Κουτσοτρούλης, Σοφιανή κορφή, και Κουφωτός των Ταλαίων ορέων(Κουλούκωνα). Τα βουνά αυτά ήταν ο τόπος ξεκούρασης του Τάλω. Εδώ αναπαύονταν πριν ξεκινήσει τους καθημερινούς κύκλους του-περιπολίες, γύρω από την Κρήτη, για να την προστατεύσει από τυχόν εισβολέα. Μπροστά από τα Ταλαία όρη, παραθαλάσσια, βρίσκονταν δύο πολιτείες η Σισαία και το Αστάλι(δεν ξέρουμε που ακριβώς). Ετυμολογικά το Αστάλι συνδέεται άμεσα με τον Τάλω και θα πει ή τόπος του Τάλω ή σημείο που ο Τάλως κάθε μέρα ξεκινά ή αναπαύεται. Στα τοπωνύμια της γύρω περιοχής "βρίσκουμε" και δράση διαφόρων άλλων γιγάντων (ίσως και οι Σισαίοι να αντιπροσωπεύουν κατηγορία γιγάντων, αν και η ετυμολογία της λέξης Σίσες θα μας απασχολήσει στο site των Σισών). Γι' αυτό το λόγο επί Βυζαντίου γίνεται ο τόπος του Διγενή ή Διογενή(Διογενείς = το γένος του Δία : ήταν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κουρήτες : επιφορτισμένοι και αυτοί με καθήκοντα προστασίας και περιφρούρησης). Ολόκληρη η περιοχή συνδέεται με διάφορους μύθους και παραδόσεις με τη δράση του Διγενή Ακρίτα αλλά και με το θάνατό του. Μάλιστα για το όνομα του Κουτσοτρούλη, υπάρχουν δύο εκδοχές. Παίρνει τ' όνομά του είτε από τη θηριώδη δράση του Διγενή εναντίον Σαρακηνών και Απελατών (σε κάποια επιθετική του κίνηση, απ' την τεράστια δύναμη των χεριών του ή τη δύναμη του ραβδιού του, έκοψε την κορφή του βουνού και το κουτσοτρούλισε) είτε απ' το θάνατο του Διγενή (στην κορφή του βουνού οι Σαρακηνοί έστησαν ενέδρα στο Διγενή. Μετά από λυσσαλέα αντίσταση τελικά ο Διγενής ηττήθηκε. Το βουνό δεν άντεξε το χαμό και το βάρος του ήρωα και υπέστη καθίζηση, βούλιαξε, η τρούλα του κουτσάθηκε. Ο θρύλος του θανάτου ενός ήρωα πρέπει πάντα να περιέχει υπερφυσικό μεγαλείο. Η γη να τρομάσει, ο απάνω κόσμος να σειέτε, τα βουνά να τρέμουν και τα θεμέλια να τρίζουν). Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλοί θρύλοι και τόποι που διεκδικούν το θάνατο του Διγενή και πολλά βουνά στην Ελλάδα με το όνομα Κουτσοτρούλης. Εξάλλου οι Ακρίτες ήταν στρατιωτικό σώμα την εποχή του Βυζαντίου με καθήκον την προστασία των συνόρων της αυτοκρατορίας.
ετυμολογία - ερμηνεία της λέξης Βώσακος

Ως επικρατέστερη ετυμολογική ερμηνεία της λέξης Βώσακος τώρα, θεωρείται η άποψη του Μεν. Παρλαμά , ο οποίος πιστεύει ότι είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις : βους(=βόδι) και σηκός(=μάντρα), δηλαδή "μάντρα βοδιών". Η λέξη είναι ουδετέρου γένους(το Βώσακος) και εμφανίζεται στη γραφή με δύο μορφές : Βόσακος και Βώσακος. Η μονή είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και πιστεύεται ότι ιδρύθηκε τον 12ο ή 14ο αιώνα. Η μονή Βωσάκου ανήκει σε μια "αλυσίδα" μοναστηριών που αναπτύχθηκαν στους πρόποδες του Ψηλορείτη: Σαββαθιανών, Κρουσώνα, Ελεούσας, Ιερουσαλήμ, Γοργολεήμονος, Αγίου Αντωνίου, Βροντησίου, Βαρσαμονέρου, Ασωμάτων και πολλές άλλες. Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες στην Ίδη δεν επέτρεπαν ίδρυση μοναστηριών σε μεγάλα ύψη. Οι μονές Βωσάκου και Δισκουρίου διατήρησαν τον έλεγχο μεγάλων εκτάσεων πάνω στο βουνό, ο Βώσακος έφτανε από τη θάλασσα των Σισών μέχρι τη Ζώμυνθο, αλλά και τον έλεγχο των ιερών χώρων, ο Βώσακος βρίσκονταν στον ιερό χώρο του Τάλω και η μονή Δισκουρίου τους βοσκότοπους στο Ιδαίον Άντρον και το μικρό ναό του Τιμίου Σταυρού που βρίσκεται στην ψηλότερη κορφή του Ψηλορείτη, ακριβώς από πάνω απ' το σπήλαιο που λατρευόταν ο Δίας. Οι μονές Χαλέπας, Βωσάκου και Δισκουρίου είχαν φρουριακή υποδομή και μπορούσαν να διαδραματίσουν αμυντικό ρόλο σε εχθρική επίθεση. . Η παράδοση θέλει να ιδρύεται από μοναχούς της μονής των Αγίων Πατέρων στο Καλό χωράφι ή να έχει πάντα την υποστήριξη των μοναχών του Καλού Χωραφιού οι οποίοι επιζητούσαν πάντα ένα ασφαλέστερο μέρος γιατί οι ίδιοι βρίσκονταν μπροστά στη θάλασσα, ακριβώς από κάτω απ' τη μονή Βωσάκου, ευάλωτοι σε οποιοδήποτε εχθρό ή πειρατή. Πριν την Τουρκοκρατία η μονή Αγίων Πατέρων ήταν πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη. Μόλις όμως οι Τούρκοι κατέκτησαν το Ρέθυμνο και την περιοχή Μυλοποτάμου, η μονή Αγίων Πατέρων φαίνεται να ερημώνει, οι μοναχοί της μεταφέρονται στη μονή Βωσάκου και το Καλό Χωράφι γίνεται μετόχι του Βωσάκου.

η μονή Βωσάκου επί Ενετοκρατίας

Ο Ν. Παλιεράκης παραθέτει τρεις κομβικές ημερομηνίες που αφορούν το μοναστήρι : 1195, 1630, 1885. Οι ημερομηνίες αυτές συμπίπτουν με εποχές στις οποίες παρατηρείται μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα σχετική με τα μοναστήρια της Κρήτης. Αναφέρει ότι ο πρώτος ναός της μονής ήταν πολύ μικρός και χτίστηκε το 1195, τέλος δηλαδή της Β' Βυζαντινής περιόδου. Το έτος 1630 (τελευταία περίοδο της Ενετοκρατίας, οπότε οι Ενετοί έχουν παραχωρήσει θρησκευτική ελευθερία) χτίζεται ένα μεγάλο μοναστήρι γύρω από το ναό του Βωσάκου. Ο Βώσακος, ερημικός και δύσκολα προσπελάσιμος, με πλήθος μοναχών κυρίως απ' τα Καλά Χωράφια, τον Άγιο Ιωάννη Σισών και τον Άγιο Ονούφριο Σισών(μονές και οι τρεις παραθαλάσσιες) θεωρείται πλέον ασφαλέστερος και με δυνατότητες πρόσβασης και στη θάλασσα αλλά και στην ενδοχώρα του Μυλοποτάμου και ολόκληρης της Κρήτης. Αυτή την περίοδο ιδρύονται πλήθος μοναστηριών σε όλη την Κρήτη και η μονή Αγίων Πατέρων, φέρεται να έχει πλήθος προβλημάτων, μετά από απανωτές επιθέσεις πειρατών και Τούρκων, κυρίως τα έτη : 1538 : Μπαρμπαρόσα, 1567 : Ουλούτς Αλή και 1571 : Σουλτάν Σελήμ. Μέχρι το 1630 η μονή Βωσάκου αυτοπροσδιορίζονταν ως η μονή "σιμά του μοναστηριού τα Καλά Χωράφια". Από δω και πέρα όμως η μονή φαίνεται να παρουσιάζει αυτόνομη δράση, η μονή Αγίων Πατέρων διαλύεται και η περιουσία της υπάγεται πλέον στο Βώσακο αφού όλοι οι μοναχοί της μεταφέρονται στο Βώσακο. Το μοναστήρι αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως "του Σταυρωμένου εν τω καλουμένω Αυλοποτάμου κατά την τοποθεσίαν Βόσακα".

περισσότερα για την Ενετοκρατία στην Κρήτη στην διεύθυνση :

η μονή Βωσάκου

Η μονή Βωσάκου
(τον Σταυρωμένον κραζόμενον Βώσακος)

η μονή Βωσάκου επί Τουρκοκρατίας

Οι αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες για το Βώσακο ξεκινάνε περίπου το 1630, οπότε και αρχίζει να γίνεται ο Βώσακος μια απ' τις ισχυρότερες και ασφαλέστερες μονές του Μυλοποτάμου. Το 1630 φαίνεται να αρχίζει η ακμή του Βωσάκου.
Το 1646, κατά τη διάρκεια της Τουρκικής επίθεσης στην Κρήτη, ολοκληρώνεται η κατάληψη του νομού Ρεθύμνης με την κατάληψη της μονής των Αγίων Πατέρων.
Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής στον "Κρητικό του Πόλεμο" αναφέρει :
"Μπαίνει στο Μυλοπόταμο, στο Βώσακο αποσώνει
Σκάφη κι' Αξέτι, Σκεπαστή, κι' Αγγελιανά σκλαβώνει".
Στρατοπέδευσε δηλαδή ο Τουρκικός στρατός στη μονή Βωσάκου κι' έπειτα κατέλαβε τις γύρω περιοχές. Αυτό δείχνει και τη στρατηγική της θέση. Η περιοχή Καλών Χωραφιών, Μπαλί και ο όρμος Αττάλης ήταν ένα από τα βασικά θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων, λόγω της πολυετούς πολιορκίας του Χάνδακα. Έτσι η περιοχή απέκτησε στρατηγική σημασία και ο έλεγχός της αποτέλεσε κύριο μέλημα των εμπλεκομένων. Κατά το διάστημα στην περιοχή συνέβησαν μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες.
Στον "Κρητικό Πόλεμο" του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή διαβάζουμε σχετικά : "Βλέπησι πλήσιαν έβαλε /
σ' ούλο το περιγιάλλι /
κι' άρχισεν από τα Φασκιά /
κι' επήγε ως τα' Ατάλι. /
Πλεούμενο να μη μπορεί /
εκεί για να σημώσει /
χωριάτης να μην κατεβεί /
βρώσι να τώνε δώσει. /
Στ' Ατάλι σταματήσανε, /
ογιά να καρτερούσι /
να φτιάξουν τα μαλτέζικα /
στον πόλεμο να μπούσι. /
Κι ωσάν εσμίξασιν εκεί /
έξαφνα τσι πλακώσα /
τότες στο Μυλοπόταμο /
και πόλεμον εδώσα. /
Δώδεκα ήτο μπέηδες /
κάτεργα δυναμώνου /
κ' εβγήκασι κ' εκάμνασι /
και προς τα' Ατάλι σώνου /
και τα εφτά τα κάτεργα /
απού 'μελλε να πιάσου /
και τσ' άρχοντες και το λαό /
να έμπουν να χαλάσου".
Είδικά για το Μπαλί αυτή την περίοδο στο site :
Με την πτώση του Ηρακλείου στους Τούρκους το 1669, ολοκληρώνεται η κατάληψη της Κρήτης. Βλέπουμε τότε το ηγουμενοσυμβούλιο του Βωσάκου να καταφεύγει στον κατακτητή του Χάνδακα Φαζίλ Αχμέτ Πασά Κιοπρουλή διεκδικώντας φορολογική απαλλαγή.
Και ζητώντας έκδοση "ιεράς διαταγής" για την προστασία της μονής γιατί "ημείς έχοντες διακόψει πάσαν σχέσιν με τους ανθρώπους και απέχοντες από πάσης βιοποριστικής ενασχολήσεως, νυχθημερόν προσευχόμεθα εν τη Μονή μας, συμφώνως προς τους κανόνες της σαθράς μας θρησκείας. Συνεμμορφώθημεν ομοίως προς την δοθείσαν εις τας Μονάς, επ' ευκαιρία της εκστρατείας , διαταγήν και έχομεν μεταφέρει εις το αυτοκρατορικόν στρατόπεδον πάντα τα χρειώδη". Ο Αχμέτ Κιοπρουλής διατάσσει τον Ιεροδίκη Ρεθύμνου να ερευνήσει την υπόθεση του Βωσάκου και αν οι μοναχοί έχουν δίκιο να σταματήσει κάθε καταπίεση και καταδυνάστευσή τους(από τις μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων του Ν. Σταυρινίδη). Τελικά όλοι οι Κρητικοί και όλα τα μοναστήρια, από το 1671 υπάγονταν στο πρώτο κανονιστικό διάταγμα φορολογίας, που συνιστούσε ένα πολύπλοκο, βαρύτατο και επαχθέστατο σύστημα φορολογίας.
το βωσακιανό νερό

Στην πύλη της εισόδου του μοναστηριού υπάρχει μια πλάκα με ανάγλυφο σταυρό και ημερομηνία ΑΧΞΘ δηλαδή 1669. Δηλαδή τη χρονιά που η Κρήτη έπεφτε ολοκληρωτικά στα χέρια των Τούρκων, με την πτώση του Ηρακλείου, οι μοναχοί του Βωσάκου ολοκληρώνουν τις εργασίες τους για την οικοδόμηση της μονής. Μπροστά από την εκκλησία βρίσκεται η περίφημη κρήνη της μονής απ' όπου έρεε το "βωσακιανό νερό" και η οποία έχει περίτεχνη αρχιτεκτονική που δεν δένει με το δωρικό αρχιτεκτονικό σύνολο της μονής. Το νερό μεταφέρεται από 600 μέτρα μακριά. Ίσως το σχέδιο της κρήνης να υπήρχε από την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Πάντως στην επιγραφή της κρήνης αναφέρεται :
"ΑΧΟΓ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Ε(5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1673) / ΑΠΛΑΔΑ / ΚΡΗΝΗ ΔΑΨΙΛΩΣ ΠΑΣ ΤΗΣ ΕΜΦΟΡΙΘΙΤΩ / ΕΙΣ ΑΝΑΨΥΧΗΝ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΕΙΕΤΩ".
1676 : ο Βώσακος σταυροπηγιακή μονή
Το 1676 η μονή ανακηρύσσεται σταυροπηγιακή με σιγίλιο(έγγραφο που φέρει τη σφραγίδα του Πατριάρχη ή της Συνόδου) του Οικουμενικού Πατριάρχη Παρθενίου του Δ'. με το ίδιο σιγίλιο μετατρέπεται σε σταυροπηγιακή και η μονή Χαλέπας που μέχρι τότε ήταν μετόχι του Βωσάκου. Το 1740, ο Βώσακος και όλα τα σταυροπηγιακά μοναστήρια της Κρήτης απώλεσαν την ιδιότητά τους αυτή, για να ενισχυθεί έτσι ο δραστήριος μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Λετίτζης. Δημιουργήθηκαν όμως μεγάλα προβλήματα μεταξύ των μοναστηριών και των διαδόχων του μητροπολίτη Γερασίμου. Έτσι επιστρέφονταν η σταυροπηγιακή αξία στα μοναστήρια. Το σιγίλιο με την ανανέωση της σταυροπηγιακής αξίας της Μονής Βωσάκου εκδόθηκε το 1798 από τον Γρηγόριο Ε' και φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Πάντως οι μοναχοί του Βωσάκου δεν αναγνώρισαν ποτέ τη μονή τους ως ενοριακή. Πριν το 1798 χρησιμοποιούσαν σφραγίδα που χαρακτήριζε τη μονή σταυροπηγιακή.
Μελέτιος Βαρδιάμπασης

Το 1834 ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Πάσλεϋ φιλοξενήθηκε από τον επιστάτη στο μετόχι της μονής στο Γαράζο που ονομάζονταν Μελέτιος. Αυτός τον ενημέρωσε ότι κατά την επανάσταση του 1821 η μονή υπέστη μεγάλες καταστροφές. Η μονή και η βιβλιοθήκη της πυρπολήθηκαν . Εκείνη την περίοδο(1824), πυρπόλησε ο Τουρκικός στρατός,υπό τον Χασάν Πασά και το σπήλαιο του Μελιδονίου όπου είχαν καταφύγει 370 γυναικόπαιδα και 30 οπλοφόροι. Ο Χασάν Πασάς επέδειξε γενικά στην περιοχή απερίγραπτη αγριότητα..
Ο Εμ. Γενεράλις μας δίνει την πληροφορία ότι εκτός της καταστροφή της μονής , οι Τούρκοι σκότωσαν και 18 καλόγερους στη θέση "Φιδαλώνια". Ο Μιχ. Παπαδάκης στο βιβλίο του "Αμάλθεια" μας μεταφέρει τη μαρτυρία του ηγούμενου της μονής το 1941, του Γαβριήλ Νύκταρη :
"το μοναστήρι μας είχε στην επανάσταση του 1821 είκοσι αδελφούς, ιερομονάχους και μοναχούς. Κάηκεν όμως στην διάρκειά της η εκκλησία και ολόκληρη η μονή από τους Τούρκους, πιάστηκαν και οι είκοσι αδελφοί από τους οποίους οι 17 εσφάγισαν στη θέση Φιδαλώνια τρία τέταρτα έξω από το μοναστήρι. Διασώθηκαν από τη σφαγή ο ηγούμενος Μελχισεδέκ, ο εξάδελφός του Χατζή Κυριάκος αναγνώστης και ο ιερομόναχος Άνθιμος, αγνώστου επωνύμου. Στα ησυχάσματα της επαναστάσεως του 1821 ο ηγούμενος Μελχισεδέκ και ο ιερομόναχος Άνθιμος, γύρισαν και κατοίκησαν στα ερείπια του μοναστηριού των. Με το πέρασμα του χρόνου ήλθαν και οι: 1) Μελέτιος Βαρδιάμπασης, κατόπιν ηγούμενος, 2)Ζαχαρίας Καλυβιανάκης εκ Λειβαδίων, 3) Ευθύμιος (αγνώστου επωνύμου) από το χωριό Δαφνέδες και 4)Μάξιμος Χαριτάκις (αγνώστου χωρίου καταγωγής)".
Μετά το 1821 η μονή ήταν κυριολεκτικά κατεστραμμένη. Οι εικόνες του καθολικού είχαν επίσης καεί και αντικαταστάθηκαν μόλις το 1840. Μάλιστα στην εικόνα του παντοκράτορα διαβάζουμε την επιγραφή :
"ΠΡΟΣΔΕΞΑΙ ΚΥΡΙΕ ΤΑΣ ΔΕΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΗΣΟΝ ΑΥΤΟΥΣ ΑΩΜΒ'(1842)".
Ο Μελέτιος αυτός δεν είναι άλλος από το Μελέτιο Βαρδιάμπαση. Αυτόν συνάντησε ο Πάσλεϋ στο μετόχι του Βωσάκου στο Γαράζο. Αυτός μαζί με το Μελχισεδέκ ανέλαβαν την ανασυγκρότηση της μονής μετά το 1821.
Ο Μελέτιος ήταν ισχυρή προσωπικότητα και πολύ δραστήριος, οργάνωσε τα μετόχια της μονής στις Σίσες, στο Γαράζο και στους Δαφνέδες. Επί ηγουμενίας του ανανεώθηκε (για άλλη μια φορά) η σταυροπηγιακή αξία της μονής, υπογεγραμμένη τώρα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Δ'. Ο Μελέτιος χειροτόνησε 12 ιερομόναχους και 4 μοναχούς. Ανακαίνισε τμήματα της μονής και επί Μελετίου η μονή άρχισε να συνεισφέρει υπέρ της λαϊκής παιδείας και να ενισχύει τα σχολεία που άρχισαν σιγά σιγά να ιδρύονται στα γύρω χωριά.
Το 1855 στη θέση του παλαιότερου τοιχογραφημένου Καθολικού του 14ου 15ου αι., κατασκευάζεται ο ναός όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, και ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Τίμιο Σταυρό.
Μελχισεδέκ Βαρδιάμπασης

Κατά τη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης, το 1866, στη μονή ηγούμενος ανέλαβε ο Μελχισεδέκ Βαρδιάμπασης(ο Μελέτιος ήταν πλέον πολύ ηλικιωμένος και είχε αρχίσει να αναλαμβάνει τη διοίκηση της μονής ο Μελχισεδέκ Βαρδιάμπασης (επίσης ισχυρή προσωπικότητα), η μονή συμμετείχε ενεργά με δική της επαναστατική οργάνωση, προετοιμασμένη πολύ καιρό πριν. Μετά τη μάχη της Τυλίσσου(15 Ιανουαρίου 1866), της οποίας το μεγαλύτερο μέρος ήταν μετόχι της γειτονικής μονής Χαλέπας, και όπου ο τουρκικός στρατός έπαθε αληθινή πανωλεθρία με 600 νεκρούς, ο Ρεσέτ Πασάς πέρασε από το Βώσακο και τη Χαλέπα και κατάστρεψε τα μοναστήρια, για άλλη μια φορά, αναζητώντας το Μελχισεδέκ.
Το 1866 ο Βώσακος φιλοξένησε τον Έλληνα συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο που είχε και το γενικό πρόσταγμα των επιχειρήσεων. Το 1867 ο Βώσακος φιλοξένησε τους Μανιάτες εθελοντές που αποβιβάστηκαν στα Καλά χωράφια και πήραν μέρος στην επανάσταση. Το 1868 οι μονές Βωσάκου και Αττάλης(Μπαλί) προμήθευαν με τρόφιμα γυναικόπαιδα που περίμεναν πλοία που θα τους μετέφεραν στην ελεύθερη Ελλάδα. Το Μπαλί είχε γίνει σημείο εισόδου εθελοντών απ' όλη την Ελλάδα και σημείο φυγής αμάχων από την Κρήτη. { Περισσότερα για την επανάσταση του 1866 στο Μπαλί και τον ηγούμενο της Μονής Αττάλης στο site:αρχείο Παπουτσάκης^Μπαλί^1866 }
η μονή Χαλέπας, μετόχι του Βωσάκου

Μετά το 1866 η γειτονική μονή Χαλέπας άρχισε να έχει, για άλλη μια φορά, τεράστια προβλήματα οικονομικά, να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και να φιλοξενεί μόνο τρεις μοναχούς και οκτώ κοσμικούς, εργάτες της μονής, δεν επιτρέπονταν δηλαδή ούτε η εκλογή ηγουμένου. Ο Μελχισεδέκ ανέλαβε ως επιστάτης, τη διαχείριση της μονής Χαλέπας η οποία ξανάγινε μετόχι του Βωσάκου, περίπου το 1874.
ο Μελχισεδέκ αντίθετος με το θεσμό της Δημογεροντίας
Εκείνη την περόδο, η "τοπική Δημογεροντία" ανέλαβε τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας. Αυτό εξάλλου συνέβαινε σε όλη την Κρήτη, για να διαχειριστούν καλύτερα τα μοναστηριακά πράγματα και να ελέγχουν τη διάθεση μέρους των μοναστηριακών εισοδημάτων υπέρ της λαϊκής παιδείας. Ο Μελχισεδέκ δε συμφώνησε ποτέ με το νέο θεσμό της δημογεροντίας και τη διαχείριση από αυτήν των μοναστηριακών πραγμάτων. Έτσι ξεκίνησε έναν αγώνα για επιστροφή στο παλαιό καθεστώς. Έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Α', το 1874, με την οποία του εξέθετε την πολύ κακή οικονομική κατάσταση της μονής Βωσάκου αλλά και της μονής Χαλέπας(όπου επιστατούσε), λόγω του Αγώνα. Πέτυχε τελικά το 1875 συνοδική απόφαση με την οποία αποδεσμεύονταν η περιουσία του Βωσάκου και της Χαλέπας από τη διαχείριση της Δημογεροντίας Ρεθύμνου, παρά του ότι μεγάλο τμήμα της είχε ήδη ενοικιαστεί.
Περισσότερα για την Πατριαρχική επιστολή στο site :
Η απόφαση προκάλεσε τη λυσσαλέα αντίδραση της Δημογεροντίας και σκάνδαλο στην Κρήτη. Υπάρχει πλήθος εγγράφων, επιστολών αλλά και η μαρτυρία του Άγγλου πολεμικού ανταποκριτή και ένθερμου φιλέλληνα Ιλαρίωνα Σκίννερ(που πολέμησε και στο πλευρό των μοναχών), για αυτή την περίοδο.
Η αντίδραση της Δημογεροντίας Ρεθύμνου στο :
Και η αντίδραση της Δημογεροντίας Ηρακλείου στο :
1871 : Συμφωνία Βωσάκου - Δημογεροντίας Ρεθύμνου

Παρατίθεται παρακάτω έγγραφο του 1871 που αφορά συμφωνία μεταξύ της Δημογεροντίας Ρεθύμνου και του Βωσάκου. Σύμφωνα με το έγγραφο αποφασίστηκε η εκμίσθωση του μεγαλύτερου μέρους της τεράστιας περιουσίας της μονής για τέσσερα χρόνια. Το έγγραφο αυτό αποτελεί ίσως το "γενέθλιο" κείμενο της κοινότητας Σισών περίπου όπως τις ξέρουμε σήμερα όσον αφορά τα μέλη της(φυσικά υπήρχαν ήδη κάτοικοι στις Σίσες, ως σταθεροί εργάτες του Βωσακικού Μετοχιού Σισών. Στα μετόχια Σίσες, Δαφνέδες και Γαράζο κατοικούσαν οι οικογένειες των εργατών του Βωσάκου .
Στους ήδη υπάρχοντες κατοίκους προστέθηκαν νέοι που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις νέες μορφές διαχείρισης-ενοικίασης της μοναστικής περιουσίας., είχαν δηλαδή χρήματα για να ενοικιάσουν κτήματα από τα μετόχια. Πριν τον ηγούμενο Μελέτιο(1821), στα μετόχια των Σισών ήταν εργάτες απ' τους καλύτερους της περιοχής γιατί έπρεπε να παράγεται εισόδημα και να πληρώνονται οι φόροι στους Τούρκους. Είναι γνωστό ότι στην Κρήτη επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία, η βαρύτερη σε ολόκληρο τον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, από τα πρώτα χρόνια της κατοχής. Συνήθως επιστάτες των μετοχιών ήταν μοναχοί του Βωσάκου. Συνήθως χρησιμοποιούνταν εργάτες από τα χωριά που ανήκαν τα μετόχια. Αν όμως ο προϋπολογισμός έπεφτε έξω, η μονή μετέβαλλε το καθεστώς στα μετόχια, τοποθετούσε νέο επιστάτη και έφερνε νέους εργάτες, ή απ' το ίδιο χωριό ή από κοντινό, ικανότερους και αποδοτικότερους, αφού σκοπός ήταν η αύξηση των οικονομικών εσόδων, κυρίως για την αποπληρωμή των φόρων, τη συντήρηση της μονής και την ενίσχυση του Αγώνα κατά των Τούρκων. Οι εργάτες μετακινούνταν κατά το δοκούν. Επί Μελετίου οργανώθηκαν τα μετόχια, πιο συστηματικά με ανθρώπους από τις Σίσες ή από τα γύρω χωριά, που ανήκαν στο χώρο του Βωσάκου και της Χαλέπας(μάλλον φίλα προσκείμενους στον ίδιο). Επί Μελχισεδέκ και Δημογεροντίας "χρησιμοποιήθηκαν" άνθρωποι από τα μετόχια που υπήρχαν ήδη ως εργάτες για να ενοικιαστούν τα χωράφια και αν αυτοί δεν είχαν τις προϋποθέσεις τότε ήρθαν νέοι από τα γύρω χωριά. Πολλοί όμως άρπαζαν από μόνοι τους χωράφια χωρίς καν να δίνουν ενοίκιο. Έτσι διαμορφώθηκε το "νέο" ανθρώπινο δυναμικό των Σισών από τους εργάτες της μονής Βωσάκου και από τους κατοίκους των γύρω περιοχών.

Η συμφωνία μεταξύ Βωσάκου και Δημογεροντίας Ρεθύμνης έχει ως εξής :
"Ο Ρεθύμνης επιβεβαιοί /
Συνελθόντες σήμερον, ημέραν της εβδομάδος Σάββατον εν τη Επισκοπή Ρεθύμνης οι υποφαινόμενοι προς σύσκεψιν περί της επί τετραετίαν διαχειρίσεως των κτημάτων της εν τη επαρχία Μυλοποτάμου Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Βωσάκου τιμωμένης επ' ονόματι του Τιμίου Σταυρού, προς συντήρησιν των ιερών ναών και πατέρων αυτής, και προς θεραπείαν των διαφόρων αυτής υποχρεώσεων, και θεωρήσαντες ότι, ενοικιαζομένων απάντων των κτημάτων αυτής επί μίαν τετραετίαν ολόκληρον θέλουσι παραχθεί παρ' αυτών τα' ακόλουθα εισοδήματα ήτοι : Εκ της περιοχής της ειρημένης Μονής συμπεριλαμβανομένων των βοών, αιγιδοπροβάτων, μελισσών Γρ. 16.000, Εκ του εις χωρίον Σίσες Μετοχίου Γρ. 20.000, Εκ του Μετοχίου Μύλου Γρ. 8.000, Εκ του εις Χωρίον Γαράζον Μετοχίου Γρ. 30.000, Εκ του εις χωρίον Δαφνέδες Μετοχίου Γρ. 20.000, ήτοι γρόσια εννενήκοντα τέσσαρας χιλ. Γρ. 94.000 / Αποφασίζομεν ομοφώνως /
Όπως την μεν περιοχήν μετά των ζώων, των αιγιδοπροβάτων, δηλ. βοών, μελισσών κλπ, το εις χωρίον Σίσες μετόχιον και το Μετόχιον Μύλος, άπερ κατά τον ανωτέρω λογαριασμόν θέλουσιν επί μίαν τετραετίαν παράσχει εισοδήματα εκ γρ. τεσσαράκοντα τεσσάρων χιλιάδων(44.000), παραλάβωσιν από της σήμερον και καρπώνται οι εν λόγω πατέρες προς διατήρησιν εαυτών, καλλιεργούντες και προάγοντες αυτά με την υποχρέωσιν να λογίζονται εις βάρος αυτών
α) άπαντα τα της ειρημένης περιοχής και των δύο μετοχίων δαπανηθησόμενα, β) τα προς την συντήρησιν απάντων των της μονής ιερών ναών απαιτούμενα γρ. δεκατέσσαρας χιλιάδας(14.000),
γ) να περιποιώνται τους εν τη μονή προσερχομένους πτωχούς και ξένους και κατά το τέλος της τετραετίας να υποδείξωσιν άπαντα τα ζώα ήτοι αιγιδοπρόβατα, βόας, μελίσσας κλπ, άπερ παραλαμβάνουσι κατά το γεννησόμενον Κτηματολόγιον της μονής. /
Δια δε μετά την αφαίρεσιν της ποσότητος των ανωτέρω γρ. υπολειπόμενα γρ. 44.000 υπολειπόμενα γρ. πεντήκοντα χιλ. (50.000) να πληρωθώσιν ως εξής : Εις πληρωμήν χρεωλυσίου Γρ. 20.000, Εις πληρωμήν τόκων Γρ. 12.000, Εις διαφόρους επισκευάς Γρ. 20.000, Σύνολον Γρ. 52.000, Εις Σχολεία δια μεν τα της πόλεως Γρ. 4.000, Εις Σχολεία δια δε τα της επαρχίας Γρ. 8.000, Σύνολον Γρ. 24.000 /
Προσθετέα τούτης τάδε /
Α) Το ετήσιον της Μ. Εκκλησίας μένει εις βάρος της περιοχής και των μετοχίων Σίσες και Μύλους.
Β) Ο προϋπολογισμός ούτος ισχύει μέχρι της λήξεως της γενομένης τετραετούς ενοικιάσεως διατηρημένου του Κοινοβίου και
Γ) Απαράδεκτα τα γύναια εις την Μονήν κατά τον διοργανισμόν των μοναστηρίων. /
Εγένετο εν τη Επισκοπή Ρεθύμνης τη 22 Μαΐου 1871. /
Ο Πατριαρχικός Έξαρχος Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Φωτεινός /
Οι Δημογέροντες /
Στυλ. Ν. Δάνδολος /
Γεωρ. Δ. Μανιουδάκης /
Το Μοναστηριακόν Συμβούλιον Χ' Μελχισεδέκ επιστάτης"
[ Από το Αρχείο Δημογεροντίας Ηρακλείου α.φ. 89, α.α. 148]
η συνοδική απόφαση του 1875
Το 1875, ο Μελχισεδέκ, μη μπορώντας να ανεχθεί να διαχειρίζονται "την περιουσία του" οι εργάτες του ή ξένοι, καταφέρνει να τα πάρει πίσω με συνοδική απόφαση(τελικά βέβαια δεν θα ισχύσει η συνοδική απόφαση όπως θα δούμε παρακάτω). Σε έγγραφο της Δημογεροντίας Ηρακλείου αναφέρεται η περιουσία που διαχειρίζεται η μονή Βωσάκου το 1874 και 1875
"Κατάλογος κτημάτων τα οποία η Συνοδία της Ιεράς Μονής Βώσακος νέμεται ως περιοχήν κείμενα
Α) Εις την περιοχήν της ιδίας Μονής
Β) Εις το Μετόχιον Καλό Χωράφι
Γ) Εις το Μετόχιον Σίσες : αγροί καλλιεργήσιμοι κοιλών 260 / αγροί βοσκήσιμοι κοιλών 3005.1)2 / ελαιόδενδρα 163 / ελαιόφυτα 433 / άμπελος εργατών 80 / αμυγδαλέαι 15 / καρυαί 2 / συκέαι 10 / κυπάρισσοι 27 / κουκουναρέαι 5 / λεμονέαι 5 / νεραντζέαι 2 / κερατέαι 261 / κήπος κοιλών 7 / μορέαι 25 / απιδέαι 11 / υδρόμυλος / βόες 2 / αγελάδες 2 / μόσχοι 2 / ημίονοι 2 / όνοι 2 / πώλος 1 / ίπποι 3 / πρόβατα 80 / αίγες 150 / κυψέλαι μελισσών 300.
[ Α. Δ. Η. , α.φ. 89, α.α. 149]
το Πατριαρχικό Επιτίμιο του 1875
Όμως πολλοί είχαν ήδη ενοικιάσει κτήματα (τις πιο πολλές φορές χωρίς καν να αποδίδουν το ενοίκιο) ή είχαν "αρπάξει" μόνοι τους διάφορα κτήματα. Έτσι το 1875 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάζεται να εκδώσει "Πατριαρχικό Επιτίμιο" εναντίον εκείνων που "διήρπαζαν" τις περιουσίες των μονών Βωσάκου και Χαλέπας. Αν και πολλές φορές ο ίδιος ο Μελχισεδέκ άφηνε να αρπάζουν διάφορα κομμάτια "δικοί του άνθωποι".
Το Επιτίμιο του 1875 : " ....Οι οσιώτατοι πατέρες των αυτόθι κειμένων ιερών ημετέρων Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μοναστηρίων Βώσακος και Χαλέπα ανήγγειλαν ημίν ότι ανευλαβείς τινές και φιλάδικοι υπεξαιρούσιν αιγοπρόβατα εκ των ποιμνίων και διάφορα γεωργικά εργαλεία, γυμνούσι μελίσσια, παραχαράττουσι τα όρια γαιών και αγρών αυτών. Και πολυειδείς άλλας ζημίας επιφέρουσιν προς βλάβην αυτών καιρίαν. Εφ' ω και εζητήσαντο το παρόν ημέτερον Εκκλησιαστικόν φρικτόν επιτίμιον κατά των ανευλαβών τούτων και προς εξάλειψιν των επιζημίων ταις ιεραίς μονές τολμημάτων. Τούτου χάριν γράφοντες ει ούτως αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν Αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα όσοι των χριστιανών ετόλμησαν , ή τολμήσωσιν τυχόν του λοιπού χείρα άρπαγα και ιερόσυλον βαλείν επί των μοναστηριακών ποιμνίων και μελισσίων και των γεωργικών εργαλείων και λοιπών πραγμάτων των ιερών μονών Βόσακος και Χαλέπα, ή τα όρια των γαιών αυτών μετακινήσας επί ιδία μεν ωφέλεια, βλάβη δε και ζημία των ιερών περί ων ο λόγος σκηνωμάτων, αυτοί δε ως φιλάδικοι, πλεονέκται και ιερόσυλοι έτι και εκ των χριστιανών οίδασι τους τολμήσαντας του λοιπού τοιαύτην αδικίαν επενεγκείν προς αυτά, και μη μαρτυρήσωσι αυτούς όπου δει δια την κατά χώρον των αλλοτρίων δικαίων αποκατάστασιν, αλλά χαριζόμενοι, ή φιλοπροσωπούντες ή άλλως πως διτιθέμενοι σιωπήσωσιν, ως επίσης και ούτοι συνευθυνόμενοι και της αληθείας και του δικαίου αντίμαχοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι, η οργή του Θεού είη επί τας κεφαλάς αυτών και προκοπήν μήποτε ίδοιεν, έχοντες και πάντων των απ' αιώνος αγίων και των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων της εκκλησίας Πατέρων των εν τη Νικαία και των λοιπών πανσέπτων Οικουμενικών Συνόδων, εάν μη ποιήσωσιν ως γράφομεν.
ΑΩΟΕ (1875)
εν μηνί Ιουλίω Ινδικτιώνος Γης .
Υπογράφουν
ο Κυζίκου Νικόδημος,
ο Χαλκηδόνος Καλλίνικος,
ο Σερρών Νεόφυτος,
ο Βελεγράδων Άνθιμος,
ο Γρεββενών Κύριλλος,
ο Βυζύης Αμβρόσιος,
ο Κώου Γερμανός"
[Πατριαρχικόν Επιτίμιον.....Ν. Παπαδογιαννάκη] .
Για περισσότερες πληροφορίες στο :
Όμως η αντίδραση των Δημογεροντιών Κρήτης ήταν τόσο ισχυρή που ο Πατριάρχης αναγκάστηκε να συμφωνήσει τελικά με τις Δημογεροντίες

Η μονή Βωσάκου τον 20ό αι.

Ο Μελχισεδέκ ήλεγχε για περίπου 60 χρόνια τη μονή σύμφωνα με την παράδοση. Το διάστημα αυτό θεωρούνταν από τους μοναχούς ως ένα από τα καλύτερα της μονής. Έλαβε ενεργά μέρος σε όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης και το 1878 εξελέγη πληρεξούσιος της επαρχίας Μυλοποτάμου. Σ' αυτή την επανάσταση διακρίθηκε και ένας άλλος μοναχός του Βωσάκου, ο Γαβριήλ Κλάδος. Ο Κλάδος εξελίχθηκε σε οπλαρχηγό των Κρητικών επαναστάσεων. Σκοτώθηκε στη επανάσταση του. Το 1881 ο Βώσακος ήταν ένα από τα ακμαιότερα μοναστήρια της Κρήτης. Είχε 12 μοναχούς και 17 κοσμικούς κατοίκους, εργάτες της μονής. Το 1885 η μονή ανοικοδομείται εκ βάθρων. Είναι το μοναδικό μοναστήρι της Κρήτης που είχε τόσους πολλούς μοναχούς και διέλυσε τόσο γρήγορα. Μετά το θάνατο του οπλαρχηγού-ηγουμένου Γαβριήλ (Κλάδου) φαίνεται ότι η μονή σχεδόν ερήμωσε. Το πιο πιθανόν είναι οι μοναχοί να είχαν ακολουθήσει τον ηγούμενό τους και πολλοί απ' αυτούς να έχασαν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Το 1900 η μονή κρίθηκε διαλυτή και το 1935 διατηρητέα. Στην πραγματικότητα άντεξε μέχρι το 1955. το 1941 που την επισκέφτηκε ο Μιχ. Παπαδάκης είχε πέντε καλογέρους. Δύο ιερομόναχους και τρεις μοναχούς με ηγούμενο τον Γαβριήλ Νύκταρη από τις Σίσες. Το 1954 είχε μονό δύο καλόγερους, το Χρύσανθο Μανωλά από τα Μυριοκέφαλα και τον Αβδιού Καλυβιανάκη από τα Λειβάδια. Και οι δύο πέθαναν το 1955. Μέχρι το τέλος της ζωής τους συντηρούσαν κοπάδι με 300 αιγοπρόβατα και 250 κυψέλες μέλισσες. Αρκετό καιρό αργότερα εγκαταστάθηκε στη μονή ένας μοναχός που λέγονταν Πέτρος. Όταν έφυγε εξαφανίστηκαν τα αρχεία της μονής, τα άμφια και σχεδόν όλα τα κειμήλια. Λέγεται ότι ο Πέτρος αναζητούσε κάποιον θησαυρό αλλά και ότι μετέφερε όλα τα κειμήλια σε κάποιο γυναικείο μοναστήρι κάποιου νησιού, όπου πιθανόν υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Το 1998 η μονή Βωσάκου επαναλειτούργησε. Ξεκίνησαν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με χρηματοδότηση κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σχεδιάγραμμα της μονής Βωσάκου:

Βιβλιογραφία για την Μονή Βωσάκου

Νίκου Ψιλάκη: «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης»
Ι.Σ. Αλεξάκης: «Τα τοπωνύμια Αλόιδα και Αλόϊδες»
Μ. Παπαδάκης: «Βώσακος το Σταυροπηγιακό Μοναστήρι»
Θ. Δετοράκης: «Νοταριακές πληροφορίες»
Μπουνιαλής: «Κρητικός Πόλεμος»
Ν. Σταυρινίδης: «Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων»
Β. Ψιλάκης: «Ιστορία της Κρήτης»
Στ. Σπανάκης: «Μνημεία Κρητικής Ιστορίας»
Αρχείο Δημογεροντίας Ηρακλείου (Βικελαία Βιβλιοθήκη)
Στ. Σπανάκης: «Πόλεις και Χωριά της Κρήτης»
Θ. Δετοράκης: «Τα Μοναστήρια της Κρήτης» (Τράπεζα Κρήτης)
Ν. Τωμαδάκη: «Εκκλησιαστικά Τοπωνύμια»
Α. Φραγκούλη: «Μοναστήρια του Μυλοποτάμου»
Μ. Κριαρά: «Ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης επί Τουρκοκρατίας